κλείθρο(ν)
Смотреть что такое "κλείθρο(ν)" в других словарях:
κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek
θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… … Dictionary of Greek
κατήνα — (I) και κατίνα, η (Μ κατήνα και κατίνα) αλυσίδα μσν. 1. σιδερένιο κλείθρο, μάνταλο 2. σπονδυλική στήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catena «αλυσίδα»]. (II) κατήνα, ἡ (Μ) πλοίο, σκάφος («παμμεγέθεις ναῡς καὶ πολεμικὰς κατήνας», Θεοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από… … Dictionary of Greek
κελευθοποιός — κελευθοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, κλειθρο ποιός] … Dictionary of Greek
κλάθρον — κλᾷθρον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κλείθρο … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
κλειδαριά — η μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται το κλείσιμο και η ασφάλιση θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί παρά μόνο με κλειδί ή με σειρά χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από… … Dictionary of Greek
κλειθροποιός — ο, η (Α κλειθροποιός) ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής κλείθρων, κλειδαριών, ο κλειδαράς, ο κλειδωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρο + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, ζωο ποιός] … Dictionary of Greek